- ευμάλακτος
- ος , ον пластичный, мягкий;
ευμάλακτον σώμα — пластичная масса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευμάλακτον σώμα — пластичная масса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμάλακτος — easily moulded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμάλακτος — η, ο (ΑΜ εὐμάλακτος, ον) αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα, εύπλαστος, ευκολοζύμωτος, μαλακός, απαλός («τὰ εὐμάλακτα σχοινία», Λυκόφρ.) (κατά το ΕΜ) (για τα σύμφωνα) υγρός. επίρρ... ευμαλάκτως (ΑΜ εὐμαλάκτως) εύπλαστα, απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εὐμάλακτον — εὐμάλακτος easily moulded masc/fem acc sg εὐμάλακτος easily moulded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαλάκτοις — εὐμάλακτος easily moulded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάλακτα — εὐμάλακτος easily moulded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)